Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκοκοιτάζω < γλυκά + κοιτάζω

γλυκοκοιτάζω

  1. κοιτάζω κάτι ή κάποιον επιθυμώντας να το αποκτήσω (αναφέρεται συνήθως στην ερωτική προσέγγιση)
    γλυκοίταζε τη γυναίκα του γείτονα και στο τέλος βρήκε τον μπελά του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία