γλυκοκοιτάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγλυκοκοιτάζω
- κοιτάζω κάτι ή κάποιον επιθυμώντας να το αποκτήσω (αναφέρεται συνήθως στην ερωτική προσέγγιση)
- γλυκοίταζε τη γυναίκα του γείτονα και στο τέλος βρήκε τον μπελά του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκοκοιτάζω | γλυκοκοίταζα | θα γλυκοκοιτάζω | να γλυκοκοιτάζω | γλυκοκοιτάζοντας | |
β' ενικ. | γλυκοκοιτάζεις | γλυκοκοίταζες | θα γλυκοκοιτάζεις | να γλυκοκοιτάζεις | γλυκοκοίταζε | |
γ' ενικ. | γλυκοκοιτάζει | γλυκοκοίταζε | θα γλυκοκοιτάζει | να γλυκοκοιτάζει | ||
α' πληθ. | γλυκοκοιτάζουμε | γλυκοκοιτάζαμε | θα γλυκοκοιτάζουμε | να γλυκοκοιτάζουμε | ||
β' πληθ. | γλυκοκοιτάζετε | γλυκοκοιτάζατε | θα γλυκοκοιτάζετε | να γλυκοκοιτάζετε | γλυκοκοιτάζετε | |
γ' πληθ. | γλυκοκοιτάζουν(ε) | γλυκοκοίταζαν γλυκοκοιτάζαν(ε) |
θα γλυκοκοιτάζουν(ε) | να γλυκοκοιτάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκοκοίταξα | θα γλυκοκοιτάξω | να γλυκοκοιτάξω | γλυκοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | γλυκοκοίταξες | θα γλυκοκοιτάξεις | να γλυκοκοιτάξεις | γλυκοκοίταξε | ||
γ' ενικ. | γλυκοκοίταξε | θα γλυκοκοιτάξει | να γλυκοκοιτάξει | |||
α' πληθ. | γλυκοκοιτάξαμε | θα γλυκοκοιτάξουμε | να γλυκοκοιτάξουμε | |||
β' πληθ. | γλυκοκοιτάξατε | θα γλυκοκοιτάξετε | να γλυκοκοιτάξετε | γλυκοκοιτάξτε | ||
γ' πληθ. | γλυκοκοίταξαν γλυκοκοιτάξαν(ε) |
θα γλυκοκοιτάξουν(ε) | να γλυκοκοιτάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκοκοιτάξει | είχα γλυκοκοιτάξει | θα έχω γλυκοκοιτάξει | να έχω γλυκοκοιτάξει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκοκοιτάξει | είχες γλυκοκοιτάξει | θα έχεις γλυκοκοιτάξει | να έχεις γλυκοκοιτάξει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκοκοιτάξει | είχε γλυκοκοιτάξει | θα έχει γλυκοκοιτάξει | να έχει γλυκοκοιτάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκοκοιτάξει | είχαμε γλυκοκοιτάξει | θα έχουμε γλυκοκοιτάξει | να έχουμε γλυκοκοιτάξει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκοκοιτάξει | είχατε γλυκοκοιτάξει | θα έχετε γλυκοκοιτάξει | να έχετε γλυκοκοιτάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκοκοιτάξει | είχαν γλυκοκοιτάξει | θα έχουν γλυκοκοιτάξει | να έχουν γλυκοκοιτάξει |
|