Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλιτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γλιτωμέν
ος
η
γλιτωμέν
η
το
γλιτωμέν
ο
γενική
του
γλιτωμέν
ου
της
γλιτωμέν
ης
του
γλιτωμέν
ου
αιτιατική
τον
γλιτωμέν
ο
τη
γλιτωμέν
η
το
γλιτωμέν
ο
κλητική
γλιτωμέν
ε
γλιτωμέν
η
γλιτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γλιτωμέν
οι
οι
γλιτωμέν
ες
τα
γλιτωμέν
α
γενική
των
γλιτωμέν
ων
των
γλιτωμέν
ων
των
γλιτωμέν
ων
αιτιατική
τους
γλιτωμέν
ους
τις
γλιτωμέν
ες
τα
γλιτωμέν
α
κλητική
γλιτωμέν
οι
γλιτωμέν
ες
γλιτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλιτωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γλιτώνω
Μετοχή
επεξεργασία
γλιτωμένος, -η, -ο
που έχει
γλιτώσει
κάτι, που έχει
ξεφύγει
από κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλιτωμένος