↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλιτωμένος η γλιτωμένη το γλιτωμένο
      γενική του γλιτωμένου της γλιτωμένης του γλιτωμένου
    αιτιατική τον γλιτωμένο τη γλιτωμένη το γλιτωμένο
     κλητική γλιτωμένε γλιτωμένη γλιτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλιτωμένοι οι γλιτωμένες τα γλιτωμένα
      γενική των γλιτωμένων των γλιτωμένων των γλιτωμένων
    αιτιατική τους γλιτωμένους τις γλιτωμένες τα γλιτωμένα
     κλητική γλιτωμένοι γλιτωμένες γλιτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλιτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλιτώνω

γλιτωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία