↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκομενικός η γκομενική το γκομενικό
      γενική του γκομενικού της γκομενικής του γκομενικού
    αιτιατική τον γκομενικό την γκομενική το γκομενικό
     κλητική γκομενικέ γκομενική γκομενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκομενικοί οι γκομενικές τα γκομενικά
      γενική των γκομενικών των γκομενικών των γκομενικών
    αιτιατική τους γκομενικούς τις γκομενικές τα γκομενικά
     κλητική γκομενικοί γκομενικές γκομενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκομενικός < γκόμενος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

γκομενικός, -ή, -ό

  1. (προφορικό) που έχει σχέση με τον γκόμενο ή την γκόμενα ή αναφέρεται σ’ αυτούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο) γκομενικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γκομενικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)