γκομενικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γκομενικά | ||
γενική | των | γκομενικών | ||
αιτιατική | τα | γκομενικά | ||
κλητική | γκομενικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκομενικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκομενικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκομενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκομενικά
|
Πηγές
επεξεργασία- γκομενικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)