γκαργκανιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαργκανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκαργκανιάζω
Μετοχή επεξεργασία
γκαργκανιασμένος, -η, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαργκανιασμένος
|