↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαμσίζης η γκαμσίζα το γκαμσίζικο
      γενική του γκαμσίζη της γκαμσίζας του γκαμσίζικου
    αιτιατική τον γκαμσίζη την γκαμσίζα το γκαμσίζικο
     κλητική γκαμσίζη γκαμσίζα γκαμσίζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαμσίζηδες οι γκαμσίζες τα γκαμσίζικα
      γενική των γκαμσίζηδων των γκαμσίζικων
    αιτιατική τους γκαμσίζηδες τις γκαμσίζες τα γκαμσίζικα
     κλητική γκαμσίζηδες γκαμσίζες γκαμσίζικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαμσίζης < τουρκική gamsız (ανέμελος προς το αναίσθητος)

  Επίθετο

επεξεργασία

γκαμσίζης,α,ίζικο

Μα τι γκαμσίζης άνθρωπος! Ο κόσμος να καίγεται αυτός άμα δεν τελειώσει η παρτίδα δεν σηκώνεται από την τσόχα!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία