γεωύφασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωύφασμα < γεω- + ύφασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geotextile)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωύφασμα ουδέτερο
- υδατοδιαπερατό ύφασμα από διάφορα υλικά που χρησιμοποιείται σε γεωτεχνικά έργα, στην οδοποιία, στη βοτανική, την οικοδομική κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωύφασμα