γεωβιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωβιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική geobiologist < αρχαία ελληνική γεω- + βίος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωβιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωβιολόγος