↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεροντολογία οι γεροντολογίες
      γενική της γεροντολογίας των γεροντολογιών
    αιτιατική τη γεροντολογία τις γεροντολογίες
     κλητική γεροντολογία γεροντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεροντολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία gerontolog- όπως η αγγλική gerontology.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεροντολογία θηλυκό

  • η μελέτη των ηλικιωμένων και της διαδικασίας της γήρανσης από βιολογική, κοινωνική, οικονομική άποψη.
    η γεροντολογία διαφέρει από τη γηριατρική, η οποία είναι η μελέτη των ασθενειών των ηλικιωμένων

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία