γεροντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεροντολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gerontologist.[1] Αναλύεται σε γεροντο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεροντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) γιατρός που πήρε ειδικότητα στη γεροντολογία, γιατρός ειδικός στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας κατά την τρίτη ηλικία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεροντολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεροντολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας