γερμανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γερμανόφωνος < Γερμαν(ός) + -ό- + -φωνος
Επίθετο
επεξεργασίαγερμανόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα γερμανικά
- που μιλά γερμανικά
- γερμανόφωνοι πληθυσμοί της Ελβετίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γερμανόφωνος