γερμανισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γερμανισμός < Γερμαν(ός) + -ισμός
- γερμανισμός < γαλλική germanisme
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γερμανισμός αρσενικό
- το σύνολο των Γερμανών, κυρίως ως προς τα κοινά τους πολιτισμικά και άλλα στοιχεία και χαρακτηριστικά
- (γλωσσολογία) ιδιωματισμός της γερμανικής (στο λεξιλόγιο, τη σύνταξη κ.λπ.)