γεοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γεοῦχος | οἱ | γεοῦχοι | ||||
γενική | τοῦ | γεούχου | τῶν | γεούχων | ||||
δοτική | τῷ | γεούχῳ | τοῖς | γεούχοις | ||||
αιτιατική | τὸν | γεοῦχον | τοὺς | γεούχους | ||||
κλητική ὦ! | γεοῦχε | γεοῦχοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεούχω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γεούχοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεοῦχος (ελληνιστική κοινή) < γῆ + -οῦχος (< ἔχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- ιδιοκτήτης γης, κάτοχος γης, γαιοκτήμονας
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ HGV: SB 16 12579, στίχ. 18, (18-20), @papyri.info
- ἔλεγ[ο]ν γὰρ ὅτ[ι ἐ]πὶ(*) ἡμῶν γεοῦχός ἐ-
στ̣ι̣[ν], διὰ τοῦτο ἐγράψαμεν αὐτῷ ἵνα
μὴ̣ [τῷ ἀδή]λ̣ῳ γράψωμεν.- Γιατί έλεγαν ότι είναι ο ιδιοκτήτης μας,
για αυτό γράψαμε σ' αυτόν [την επιστολή],
για να μην γράψουμε σε άγνωστο. - Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Γιατί έλεγαν ότι είναι ο ιδιοκτήτης μας,
- ἔλεγ[ο]ν γὰρ ὅτ[ι ἐ]πὶ(*) ἡμῶν γεοῦχός ἐ-
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ p.oxy.3.501, στ. 21, (19-27), @papyri.info
- ὁμο-
λογεῖ δὲ ὁ μεμισθωμένοις(*) ὀφεί-
λειν τοῖς γεούχοις λοιπογραφίαν
τοῦ αὐτοῦ ἐδάφους τ̣[ο]ῦ̣ π̣α̣ρ̣ελθόν-
τος ἔτους πυροῦ ἀρτάβα[ς] τρεῖς , ὧν
θέμα ἀναδώσει ὁ μ[ε]μισθωμέν(ος)
τῷ ἐνεστῶτι ἔτει ἅμα τῷ τῶν ἐκ-
φορίων θέματι ἀκίνδυνα
πάντα παντὸς κινδύνου.- Και ο μισθωτής αποδέχεται ότι οφείλει
στους ιδιοκτήτες ληξιπρόθεσμες οφειλές
για αυτή την έκταση γης για το προηγούμενο
έτος 3 αρταβάδες σιτάρι, τις οποίες
θα καταβάλει ο μισθωτής
ως προκαταβολή στο τρέχον έτος
μαζί με την κατάθεση του ενοικίου, πλήρως εγγυημένη
απέναντι σε κάθε κίνδυνο. - Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Και ο μισθωτής αποδέχεται ότι οφείλει
- ὁμο-
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ HGV: SB 16 12579, στίχ. 18, (18-20), @papyri.info
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γεοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.