γαιοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γαιοῦχος | οἱ | γαιοῦχοι | ||||
γενική | τοῦ | γαιούχου | τῶν | γαιούχων | ||||
δοτική | τῷ | γαιούχῳ | τοῖς | γαιούχοις | ||||
αιτιατική | τὸν | γαιοῦχον | τοὺς | γαιούχους | ||||
κλητική ὦ! | γαιοῦχε | γαιοῦχοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαιούχω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γαιούχοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαιοῦχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαιοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του γεοῦχος
Πηγές
επεξεργασία- γαιοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.