γεμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεμολόγος < (λόγιο δάνειο) γαλλική gemmologiste < gemme + -logiste (-λόγος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.moˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στους πολύτιμους λίθους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεμολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεμολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας