↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεμολόγος οι γεμολόγοι
      γενική του/της γεμολόγου των γεμολόγων
    αιτιατική τον/τη γεμολόγο τους/τις γεμολόγους
     κλητική γεμολόγε γεμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμολόγος < (λόγιο δάνειο) γαλλική gemmologiste < gemme + -logiste (-λόγος)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.moˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐μο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία