Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεμολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γεμολογικ
ός
η
γεμολογικ
ή
το
γεμολογικ
ό
γενική
του
γεμολογικ
ού
της
γεμολογικ
ής
του
γεμολογικ
ού
αιτιατική
τον
γεμολογικ
ό
τη
γεμολογικ
ή
το
γεμολογικ
ό
κλητική
γεμολογικ
έ
γεμολογικ
ή
γεμολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γεμολογικ
οί
οι
γεμολογικ
ές
τα
γεμολογικ
ά
γενική
των
γεμολογικ
ών
των
γεμολογικ
ών
των
γεμολογικ
ών
αιτιατική
τους
γεμολογικ
ούς
τις
γεμολογικ
ές
τα
γεμολογικ
ά
κλητική
γεμολογικ
οί
γεμολογικ
ές
γεμολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεμολογικός
<
γεμολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
γεμολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
γεμολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεμολογικός
αγγλικά
:
gemological
(en)