Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γατόφιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γατόφιλ
ος
η
γατόφιλ
η
το
γατόφιλ
ο
γενική
του
γατόφιλ
ου
της
γατόφιλ
ης
του
γατόφιλ
ου
αιτιατική
τον
γατόφιλ
ο
τη
γατόφιλ
η
το
γατόφιλ
ο
κλητική
γατόφιλ
ε
γατόφιλ
η
γατόφιλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γατόφιλ
οι
οι
γατόφιλ
ες
τα
γατόφιλ
α
γενική
των
γατόφιλ
ων
των
γατόφιλ
ων
των
γατόφιλ
ων
αιτιατική
τους
γατόφιλ
ους
τις
γατόφιλ
ες
τα
γατόφιλ
α
κλητική
γατόφιλ
οι
γατόφιλ
ες
γατόφιλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γατόφιλος
<
γάτ(α)
+
-ο-
+
-φιλος
<
φιλέω
-
φιλῶ
Επίθετο
επεξεργασία
γατόφιλος, -η, -ο
που
αγαπά
τις
γάτες
, που
προτιμά
τις γάτες από άλλα ζώα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γατόφιλος