γαστροστομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαστροστομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gastrostomy + -ία < αρχαία ελληνική γαστήρ + στόμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαστροστομία θηλυκό
- (ιατρική) ειδικό σωληνάκι που τοποθετείται με χειρουργική επέμβαση στο στομάχι ασθενούς, ώστε να χορηγείται τροφή, υγρά και φάρμακα σε όποιον δεν μπορεί να τα λάβει από το στόμα, αλλά και να αφαιρείται ό,τι κρίνεται ιατρικώς απαραίτητο (υγρά, αέρας κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαστροστομία