γαστροειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαστροειδής | η | γαστροειδής | το | γαστροειδές |
γενική | του | γαστροειδούς* | της | γαστροειδούς | του | γαστροειδούς |
αιτιατική | τον | γαστροειδή | τη | γαστροειδή | το | γαστροειδές |
κλητική | γαστροειδή(ς) | γαστροειδής | γαστροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαστροειδείς | οι | γαστροειδείς | τα | γαστροειδή |
γενική | των | γαστροειδών | των | γαστροειδών | των | γαστροειδών |
αιτιατική | τους | γαστροειδείς | τις | γαστροειδείς | τα | γαστροειδή |
κλητική | γαστροειδείς | γαστροειδείς | γαστροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαγαστροειδής < γαστήρ και εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίαγαστροειδής, ης, ες (και γαστρώδης)