↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαστροειδής η γαστροειδής το γαστροειδές
      γενική του γαστροειδούς* της γαστροειδούς του γαστροειδούς
    αιτιατική τον γαστροειδή τη γαστροειδή το γαστροειδές
     κλητική γαστροειδή(ς) γαστροειδής γαστροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαστροειδείς οι γαστροειδείς τα γαστροειδή
      γενική των γαστροειδών των γαστροειδών των γαστροειδών
    αιτιατική τους γαστροειδείς τις γαστροειδείς τα γαστροειδή
     κλητική γαστροειδείς γαστροειδείς γαστροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

γαστροειδής < γαστήρ και εἶδος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαστροειδής, ης, ες (και γαστρώδης)

  1. κοιλαράς
  2. φουσκωτός, φουσκωμένος, στρογγυλός