Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαστρίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γαστρίτιδ
α
οι
γαστρίτιδ
ες
γενική
της
γαστρίτιδ
ας
των
γαστριτίδ
ων
&
γαστρίτιδ
ων
αιτιατική
τη
γαστρίτιδ
α
τις
γαστρίτιδ
ες
κλητική
γαστρίτιδ
α
γαστρίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαστρίτιδα
<
γαστήρ
(
γενική:
γαστρ-
ός
) +
-ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαστρίτιδα
θηλυκό
φλεγμονή
του βλεννογόνου του
στομάχου
, οξείας ή χρόνιας μορφής
Συγγενικά
επεξεργασία
γαστρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαστρίτιδα
αγγλικά
:
gastritis
(en)
γαλλικά
:
gastrite
(fr)