Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλλοτραφής η γαλλοτραφής το γαλλοτραφές
      γενική του γαλλοτραφούς* της γαλλοτραφούς του γαλλοτραφούς
    αιτιατική τον γαλλοτραφή τη γαλλοτραφή το γαλλοτραφές
     κλητική γαλλοτραφή(ς) γαλλοτραφής γαλλοτραφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλλοτραφείς οι γαλλοτραφείς τα γαλλοτραφή
      γενική των γαλλοτραφών των γαλλοτραφών των γαλλοτραφών
    αιτιατική τους γαλλοτραφείς τις γαλλοτραφείς τα γαλλοτραφή
     κλητική γαλλοτραφείς γαλλοτραφείς γαλλοτραφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλλοτραφής < Γάλλος + -ο- + -τραφής

  Επίθετο επεξεργασία

γαλλοτραφής[1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. -τραφήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)