γαλλομαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλλομαθής | η | γαλλομαθής | το | γαλλομαθές |
γενική | του | γαλλομαθούς* | της | γαλλομαθούς | του | γαλλομαθούς |
αιτιατική | τον | γαλλομαθή | τη | γαλλομαθή | το | γαλλομαθές |
κλητική | γαλλομαθή(ς) | γαλλομαθής | γαλλομαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλλομαθείς | οι | γαλλομαθείς | τα | γαλλομαθή |
γενική | των | γαλλομαθών | των | γαλλομαθών | των | γαλλομαθών |
αιτιατική | τους | γαλλομαθείς | τις | γαλλομαθείς | τα | γαλλομαθή |
κλητική | γαλλομαθείς | γαλλομαθείς | γαλλομαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλλομαθής < γαλλο- (Γαλλία) + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1890
Επίθετο
επεξεργασίαγαλλομαθής, -ής, -ές
- αυτός που γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλλομαθής
|