γαλλομάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλλομάθεια | οι | γαλλομάθειες |
γενική | της | γαλλομάθειας | των | γαλλομαθειών |
αιτιατική | τη | γαλλομάθεια | τις | γαλλομάθειες |
κλητική | γαλλομάθεια | γαλλομάθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλλομάθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλλομάθεια θηλυκό
- η γνώση της γαλλικής γλώσσας και του γαλλικού πολιτισμού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλλομάθεια
|