↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
γαλακτογόνος |
η |
γαλακτογόνος & γαλακτογόνα |
το |
γαλακτογόνο |
γενική |
του |
γαλακτογόνου |
της |
γαλακτογόνου & γαλακτογόνας |
του |
γαλακτογόνου |
αιτιατική |
τον |
γαλακτογόνο |
τη |
γαλακτογόνο & γαλακτογόνα |
το |
γαλακτογόνο |
κλητική |
|
γαλακτογόνε |
|
γαλακτογόνε & γαλακτογόνα |
|
γαλακτογόνο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
γαλακτογόνοι |
οι |
γαλακτογόνοι & γαλακτογόνες |
τα |
γαλακτογόνα |
γενική |
των |
γαλακτογόνων |
των |
γαλακτογόνων |
των |
γαλακτογόνων |
αιτιατική |
τους |
γαλακτογόνους |
τις |
γαλακτογόνους & γαλακτογόνες |
τα |
γαλακτογόνα |
κλητική |
|
γαλακτογόνοι |
|
γαλακτογόνοι & γαλακτογόνες |
|
γαλακτογόνα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |