Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαγγραινιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαγγραινιασμέν
ος
η
γαγγραινιασμέν
η
το
γαγγραινιασμέν
ο
γενική
του
γαγγραινιασμέν
ου
της
γαγγραινιασμέν
ης
του
γαγγραινιασμέν
ου
αιτιατική
τον
γαγγραινιασμέν
ο
τη
γαγγραινιασμέν
η
το
γαγγραινιασμέν
ο
κλητική
γαγγραινιασμέν
ε
γαγγραινιασμέν
η
γαγγραινιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαγγραινιασμέν
οι
οι
γαγγραινιασμέν
ες
τα
γαγγραινιασμέν
α
γενική
των
γαγγραινιασμέν
ων
των
γαγγραινιασμέν
ων
των
γαγγραινιασμέν
ων
αιτιατική
τους
γαγγραινιασμέν
ους
τις
γαγγραινιασμέν
ες
τα
γαγγραινιασμέν
α
κλητική
γαγγραινιασμέν
οι
γαγγραινιασμέν
ες
γαγγραινιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαγγραινιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γαγγραινιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
γαγγραινιασμένος, -η, -ο
που έχει πάθει
γάγγραινα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαγγραινιασμένος
γαλλικά
:
gangréné
(fr)