πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάγγραινα οι γάγγραινες
      γενική της γάγγραινας των γαγγραινών
    αιτιατική τη γάγγραινα τις γάγγραινες
     κλητική γάγγραινα γάγγραινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάγγραινα θηλυκό

  1. νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος ως συνέπεια παύσης της κυκλοφορίας του αίματος
  2. (μεταφορικά)κάτι που σαπίζει, διαφθείρει και απλώνεται σταδιακά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία