φάγουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάγουσα | οι | φάγουσες |
γενική | της | φάγουσας | των | φαγουσών |
αιτιατική | τη | φάγουσα | τις | φάγουσες |
κλητική | φάγουσα | φάγουσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάγουσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φάγουσα < φαγ- (θέμα του τρώγω) + -ουσα[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάγουσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η φαγέδαινα
Συγγενικά επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φάγουσα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φάγουσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.