Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαγέδαινα οι φαγέδαινες
      γενική της φαγέδαινας των φαγεδαινών
    αιτιατική τη φαγέδαινα τις φαγέδαινες
     κλητική φαγέδαινα φαγέδαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγέδαινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαγέδαινα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγέδαινα θηλυκό

  1. (ιατρική, παρωχημένο) σαρκοφάγο έλκος ή πληγή με στοιχεία κακοήθειας, η οποία οφειλόταν πιθανόν σε καρκίνο, έρπητα, σύφιλη ή γάγγραινα και η οποία επεκτεινόταν διαβρώνοντας τους γύρω ιστούς
    η φαγέδαινα στη γυναίκα, ήταν συχνή αιτία διαζυγίου στο Βυζάντιο
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε εξαπλωνόταν και ήταν καταστροφικό
    Ἡ αὐλή ἐστὶ τὸ μέγα κέντρον τῶν δεινῶν ἡμῶν, ἡ μεγάλη φαγέδαινα, ἡ διαχέουσα τοὺς καταστρεπτικοὺς αὑτῆς χυμοὺς εἰς τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας. (Κλέων Ραγκαβής)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία