φάγαινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάγαινα | οι | φάγαινες |
γενική | της | φάγαινας | των | φαγαινών |
αιτιατική | τη | φάγαινα | τις | φάγαινες |
κλητική | φάγαινα | φάγαινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάγαινα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάγαινα θηλυκό
- (παρωχημένο) αδηφαγία
- (παρωχημένο, ιατρική) η φαγέδαινα, σαρκοφάγο έλκος που συχνά ήταν καρκινικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φάγαινα
→ δείτε τη λέξη φαγέδαινα |