σφάκελος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σφάκελος < κοινή με τα ρήματα σπάω, σπαίρω, σφαδάζω πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (που σήμαινε ἕλκω, τείνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σφάκελος αρσενικό (τοῦ σφακέλου)
Επεξεργασία
- σφακελισμός (νέκρωση, σήψη, σπασμός)
- σφακελίζω (έχω σπασμούς, υποφέρω από γάγγραινα, ξηραίνομαι, νεκρώνομαι)
- σφάκος (φυτό με αντιβακτηριδιακές, αντισηπτικές, καρδιοτονωτικές, σπασμολυτικές και αντιδιαβητικές ιδιότητες, η σπάκα ή φασκομηλιά ή ἐλελίφασκος)