↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφάκελος οἱ σφάκελοι
      γενική τοῦ σφακέλου τῶν σφακέλων
      δοτική τῷ σφακέλ τοῖς σφακέλοις
    αιτιατική τὸν σφάκελον τοὺς σφακέλους
     κλητική ! σφάκελε σφάκελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφακέλω
γεν-δοτ τοῖν  σφακέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφάκελος < κοινή με τα ρήματα σπάω, σπαίρω, σφαδάζω πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (που σήμαινε ἕλκω, τείνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφάκελος, -ου αρσενικό

  1. (ιατρική) νέκρωση, γάγγραινα
  2. σπασμός, σφαδασμός
  3. (για ανέμους) μανιώδης ορμή

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία