σφακελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφακελισμός < αρχαία ελληνική σφακελισμός < σφακελίζω < σφάκελος (σήψη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφακελισμός αρσενικό
- (βοτανική) ασθένεια που πλήττει κυρίως φυτά και προκαλεί σήψη στη ρίζα τους, κιτρίνισμα των φύλλων και τέλος οδηγεί στον θάνατο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφακελισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφακελισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.