↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφακελισμός οι σφακελισμοί
      γενική του σφακελισμού των σφακελισμών
    αιτιατική τον σφακελισμό τους σφακελισμούς
     κλητική σφακελισμέ σφακελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφακελισμός < αρχαία ελληνική σφακελισμός < σφακελίζω < σφάκελος (σήψη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφακελισμός αρσενικό

  • (βοτανική) ασθένεια που πλήττει κυρίως φυτά και προκαλεί σήψη στη ρίζα τους, κιτρίνισμα των φύλλων και τέλος οδηγεί στον θάνατο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα