γαγγραινικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαγγραινικός < ελληνιστική γαγγραινικός < γάγγραινα
Επίθετο
επεξεργασία
γαγγραινικός, -ή, -ό
- χαρακτηριστικός της γάγγραινας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γάγγραινα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαγγραινικός