Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοϊδολάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
βοϊδομάτης
,
Βοϊδομάτης
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βοϊδολάτ
ης
οι
βοϊδολάτ
ες
γενική
του
βοϊδολάτ
η
των
βοϊδολατ
ών
αιτιατική
τον
βοϊδολάτ
η
τους
βοϊδολάτ
ες
κλητική
βοϊδολάτ
η
βοϊδολάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βοϊδολάτης
<
βόιδ(ι)
+
-ο-
+
-λάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βοϊδολάτης
αρσενικό
ο
βοσκός
βοδιών
Συνώνυμα
επεξεργασία
βουκόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοϊδολάτης
αρχαία ελληνική
:
βοηλάτης
αγγλικά
:
cattle-lifter
(en)
,
drover
(en)
γαλλικά
:
bouvier
(fr)
γερμανικά
:
Viehtreiber
(de)