Δείτε επίσης: βοϊδομάτης, βοϊδολάτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βοϊδομάτης οι Βοϊδομάτηδες
      γενική του Βοϊδομάτη των Βοϊδομάτηδων
    αιτιατική τον Βοϊδομάτη τους Βοϊδομάτηδες
     κλητική Βοϊδομάτη Βοϊδομάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βοϊδομάτης < βοϊδομάτης ή < σλαβικής προέλευσης voda (νερό) + αλβανική mat (όχθη)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βοϊδομάτης αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. ποταμός του νομού Ιωαννίνων, παραπόταμος του Αώου
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Πελοπόννησο και σ’ όλη σχεδόν τη νησιωτική Ελλάδα και παράγει κόκκινο κρασί

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία