Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουτυρόγαλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βουτυρόγαλ
ο
τα
βουτυρόγαλ
α
γενική
του
βουτυρόγαλ
ου
των
βουτυρόγαλ
ων
αιτιατική
το
βουτυρόγαλ
ο
τα
βουτυρόγαλ
α
κλητική
βουτυρόγαλ
ο
βουτυρόγαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βουτυρόγαλα
<
βούτυρο
+
-ο-
+
γάλα
Ένα ποτήρι
βουτυρόγαλα
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βουτυρόγαλα
ουδέτερο
(
γαστρονομία
) το
υγρό
που μένει μετά από τη
διαδικασία
παραγωγής
βουτύρου
από
γάλα
πλήρες
σε
λιπαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουτυρόγαλα
αγγλικά
:
buttermilk
(en)
πολωνικά
:
maślanka
(pl)