λιπαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαλιπαρά
- με λιπαρό τρόπο, με λιπαρότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιπαρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλιπαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λιπαρός