Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιπαρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λιπαρότητ
α
οι
λιπαρότητ
ες
γενική
της
λιπαρότητ
ας
των
λιπαροτήτ
ων
αιτιατική
τη
λιπαρότητ
α
τις
λιπαρότητ
ες
κλητική
λιπαρότητ
α
λιπαρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιπαρότητα
<
ελληνιστική κοινή
λιπαρότητα
,
αιτιατική
ενικού
του
λιπαρότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιπαρότητα
θηλυκό
το να είναι
κάποιος
ή
κάτι
λιπαρό(ς)
, η
ιδιότητα
του
λιπαρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιπαρότητα