Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιπαρότης αἱ λιπαρότητες
      γενική τῆς λιπαρότητος τῶν λιπαροτήτων
      δοτική τῇ λιπαρότητ ταῖς λιπαρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν λιπαρότητ τὰς λιπαρότητᾰς
     κλητική ! λιπαρότης λιπαρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιπαρότητε
γεν-δοτ τοῖν  λιπαροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπαρότης < λιπαρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιπαρότης, -τητος θηλυκό

  1. η λιπαρότητα
    (στον πληθυντικό) λιπαρότητες λιπαρές ουσίες
  2. λαμπρότητα (όπως για λαμπερά μάτια)

  Πηγές επεξεργασία