Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βλογημέν
ος
η
βλογημέν
η
το
βλογημέν
ο
γενική
του
βλογημέν
ου
της
βλογημέν
ης
του
βλογημέν
ου
αιτιατική
τον
βλογημέν
ο
τη
βλογημέν
η
το
βλογημέν
ο
κλητική
βλογημέν
ε
βλογημέν
η
βλογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βλογημέν
οι
οι
βλογημέν
ες
τα
βλογημέν
α
γενική
των
βλογημέν
ων
των
βλογημέν
ων
των
βλογημέν
ων
αιτιατική
τους
βλογημέν
ους
τις
βλογημέν
ες
τα
βλογημέν
α
κλητική
βλογημέν
οι
βλογημέν
ες
βλογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βλογημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βλογώ
και
βλογάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλογημένος