βλογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλογώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλογῶ < ελληνιστική κοινή εὐλογῶ
Ρήμα
επεξεργασίαβλογώ
- → δείτε τη λέξη βλογάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλογώ
→ δείτε τη λέξη ευλογώ |
βλογώ
→ δείτε τη λέξη ευλογώ |