Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιοπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιοπτικ
ός
η
βιοπτικ
ή
το
βιοπτικ
ό
γενική
του
βιοπτικ
ού
της
βιοπτικ
ής
του
βιοπτικ
ού
αιτιατική
τον
βιοπτικ
ό
τη
βιοπτικ
ή
το
βιοπτικ
ό
κλητική
βιοπτικ
έ
βιοπτικ
ή
βιοπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιοπτικ
οί
οι
βιοπτικ
ές
τα
βιοπτικ
ά
γενική
των
βιοπτικ
ών
των
βιοπτικ
ών
των
βιοπτικ
ών
αιτιατική
τους
βιοπτικ
ούς
τις
βιοπτικ
ές
τα
βιοπτικ
ά
κλητική
βιοπτικ
οί
βιοπτικ
ές
βιοπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιοπτικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
bioptic
<
αρχαία ελληνική
βίος
+
ὀπτικός
(<
ὁράω
/
ὁρῶ
)
Επίθετο
επεξεργασία
βιοπτικός
(
ιατρική
) που έχει
σχέση
με την
βιοψία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
βιοψία
→
δείτε
τις λέξεις
βίος
,
οπτικός
και
ορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιοπτικός
αγγλικά
:
bioptic
(en)