βιονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιονικός | η | βιονική | το | βιονικό |
γενική | του | βιονικού | της | βιονικής | του | βιονικού |
αιτιατική | τον | βιονικό | τη | βιονική | το | βιονικό |
κλητική | βιονικέ | βιονική | βιονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιονικοί | οι | βιονικές | τα | βιονικά |
γενική | των | βιονικών | των | βιονικών | των | βιονικών |
αιτιατική | τους | βιονικούς | τις | βιονικές | τα | βιονικά |
κλητική | βιονικοί | βιονικές | βιονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβιονικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- βιονική
- → δείτε τις λέξεις βίος, ηλεκτρισμός και ήλεκτρο