βιοδείκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοδείκτης (νεολογισμός)< βιο- + δείκτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biomarker)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.oˈði.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐δεί‐κτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοδείκτης αρσενικό
- (βιολογία, ιατρική) μετρήσιμος δείκτης που εντοπίζει διαταραχές στην φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού
- ※ Το Ερευνητικό Κέντρο Υπολογιστικών Βιοδεικτών (RCCBΜ) έχει ως στόχο όχι μόνο να εντοπίσει τους σημαντικότερους βιοδείκτες που αφορούν τους μηχανισμούς εξέλιξης ασθενειών όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον, η πολλαπλή σκλήρυνση, η πλάγια μυοατροφική σκλήρυνση και οι χρόνιες ημικρανίες αλλά και μέσω αυτών των μετρήσιμων δεικτών να οδηγήσει στα υψηλότερα επίπεδα εξατομικευμένης ιατρικής. (* εφημερίδα Το Βήμα)