βιοαντιδραστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοαντιδραστήρας < βιο- + αντιδραστήρας, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioreactor)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοαντιδραστήρας αρσενικό
- (βιολογία, χημεία) η συσκευή με την οποία προκαλείται χημική αντίδραση με τη δράση ενός βιολογικού καταλύτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοαντιδραστήρας