Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιδωμένος η βιδωμένη το βιδωμένο
      γενική του βιδωμένου της βιδωμένης του βιδωμένου
    αιτιατική τον βιδωμένο τη βιδωμένη το βιδωμένο
     κλητική βιδωμένε βιδωμένη βιδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιδωμένοι οι βιδωμένες τα βιδωμένα
      γενική των βιδωμένων των βιδωμένων των βιδωμένων
    αιτιατική τους βιδωμένους τις βιδωμένες τα βιδωμένα
     κλητική βιδωμένοι βιδωμένες βιδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιδώνω

  Μετοχή επεξεργασία

βιδωμένος, -η, -ο

  1. που έχει βιδωθεί
  2. (μεταφορικά) ακίνητος
  3. (μεταφορικά) προσκολλημένος σε κάτι

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία