βεστφαλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεστφαλικός < Βεστφαλ(ός) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vest.fa.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεστ‐φα‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βεστφαλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη Βεστφαλία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεστφαλικός