Δείτε επίσης: βεστφαλός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βεστφαλός οι Βεστφαλοί
      γενική του Βεστφαλού των Βεστφαλών
    αιτιατική τον Βεστφαλό τους Βεστφαλούς
     κλητική Βεστφαλέ Βεστφαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βεστφαλός < Βεστφαλ(ία) + -ός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vest.faˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βεστ‐φα‐λός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βεστφαλός αρσενικό (θηλυκό Βεστφαλή)

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Βεστφαλία
  2. (αθλητισμός) αυτός που σχετίζεται με την ποδοσφαιρική ομάδα της Μπορούσια Ντόρτμουντ
    ※  Μια ανάσα από την Μπορούσια Ντόρτμουντ βρίσκεται ο Πάκο Αλκάθερ. Ο Ισπανός επιθετικός παραχωρείται στους Βεστφαλούς δανεικός για ένα χρόνο καθώς δεν βρίσκεται στα πλάνα του Ερνέστο Βαλβέρδε. (Σπύρος Δημολίτσας, Βεστφαλός ο Αλκάθερ, novasports.gr, 25 Αυγούστου 2018)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Βεστφαλία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία