Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεδούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο

  1. (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
  2. ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία