βεδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεδούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο
- (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
- ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεδούρα
|