Δείτε επίσης: Βεδούρας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεδούρα οι βεδούρες
      γενική της βεδούρας των βεδούρων
    αιτιατική τη βεδούρα τις βεδούρες
     κλητική βεδούρα βεδούρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεδούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βεδούρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
  2. (ιδιωματικό) ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεδούρα < βεδούρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα < μεσαιωνική ελληνική βεδούριον < σλαβικής προέλευσης vĕdro

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεδούρα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία