βεδούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεδούρα | οι | βεδούρες |
γενική | της | βεδούρας | των | βεδούρων |
αιτιατική | τη | βεδούρα | τις | βεδούρες |
κλητική | βεδούρα | βεδούρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεδούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βεδούρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
- (ιδιωματικό) ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βεδούρα
|
Πηγές
επεξεργασία- βεδούρα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- βεδούρα σελ.1381 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεδούρα < βεδούρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα < μεσαιωνική ελληνική βεδούριον < σλαβικής προέλευσης vĕdro
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεδούρα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βεδούρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.389, Τόμος 11 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.