απλυτοβεδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απλυτοβεδούρα θηλυκό
- ρυπαρός, ανοικοκύρευτος
- ※ Αυτός είναι απλυτοβεδούρα = ρυπαρός έστιν ούτος. (Οινουντιακά: Η μελέτη περί της ιστορίας των εθνών και εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος και της επαρχίας Λακεδαίμονος, Φαίδων Ι. Κουκουλές, τύποις Μιχαήλ Σαλιβέρου, 1908, σελ. 264)
- ※ Ο Κολοκοτρώνης σε μια επιστολή του προς τον Τερτσέτη χαρακτηρίζει μια ανοικοκύρευτη γυναίκα απλυτοβεδούρα, χαρακτηρισμός που συνηθιζόταν και στη Μοφκίτσα (http://issuu.com/taxiarches/docs/april2014_issuu)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλυτοβεδούρα
|