απλυτοβεδούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απλυτοβεδούρα θηλυκό
- (μειωτικό, προφορικό, ιδιωματικό) ρυπαρός, βρομιάρης, ανοικοκύρευτος
- ※ Αυτός είναι απλυτοβεδούρα = ρυπαρός έστιν ούτος. (Οινουντιακά: Η μελέτη περί της ιστορίας των εθνών και εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος και της επαρχίας Λακεδαίμονος, Φαίδων Ι. Κουκουλές, τύποις Μιχαήλ Σαλιβέρου, 1908, σελ. 264)
- ※ Ο Κολοκοτρώνης σε μια επιστολή του προς τον Τερτσέτη χαρακτηρίζει μια ανοικοκύρευτη γυναίκα απλυτοβεδούρα, χαρακτηρισμός που συνηθιζόταν και στη Μοφκίτσα ()
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλυτοβεδούρα
|
Πηγές
επεξεργασία
- απλυτοβεδούρα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»