βασιλευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαβασιλευόμενος, -η, -ο
- λέξη που χρησιμοποιειται πλέον κυρίως για καθεστώτα και πολιτεύματα στα οποία η κεφαλή του κράτους είναι ένας βασιλιάς με συνήθως τυπικές και ενίοτε ουσιαστικές αρμοδιότητες
- βασιλευομένη δημοκρατία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασιλευόμενος
|