Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασιλευόμενος η βασιλευόμενη το βασιλευόμενο
      γενική του βασιλευόμενου της βασιλευόμενης του βασιλευόμενου
    αιτιατική τον βασιλευόμενο τη βασιλευόμενη το βασιλευόμενο
     κλητική βασιλευόμενε βασιλευόμενη βασιλευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασιλευόμενοι οι βασιλευόμενες τα βασιλευόμενα
      γενική των βασιλευόμενων των βασιλευόμενων των βασιλευόμενων
    αιτιατική τους βασιλευόμενους τις βασιλευόμενες τα βασιλευόμενα
     κλητική βασιλευόμενοι βασιλευόμενες βασιλευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλευόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα βασιλεύω

  Μετοχή επεξεργασία

βασιλευόμενος, -η, -ο

  1. λέξη που χρησιμοποιειται πλέον κυρίως για καθεστώτα και πολιτεύματα στα οποία η κεφαλή του κράτους είναι ένας βασιλιάς με συνήθως τυπικές και ενίοτε ουσιαστικές αρμοδιότητες
    βασιλευομένη δημοκρατία

  Μεταφράσεις επεξεργασία